Η οικονομική κρίση και εμείς

Μου συνέβη σήμερα κάτι το οποίο οφείλω να ομολογήσω πως με τάραξε, με ταρακούνησε και με κινητοποίησε στο να γράψω αυτό το σύντομο άρθρο. Μερικές φορές εκεί που είσαι μέσα στην καλή χαρά ή μέσα στις σκοτούρες σου και σκέφτεσαι το πόσο μοναδικό παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή πρέπει να αποτελείς, ένα εξωτερικό ερέθισμα έρχεται και σου γκρεμίζει το παραμύθι στο οποίο ζεις και συνειδητοποιείς πως η μοναδικότητά σου και ο μικρόκοσμός σου είναι όντως μοναδικά, αλλά ταυτόχρονα σχεδόν πανομοιότυπα και εξίσου μονάκριβα με τη μοναδικότητα και τον μικρόκοσμό του οποιουδήποτε άλλου ζει δίπλα σου. Και εν τέλει στη χαρά και στη λύπη, στην άνεση και στο ζόρι, στην αδιαφορία ή στον προβληματισμό δεν είσαι μόνος/η.

Fouli

Περί τίνος πρόκειται; Λοιπόν. Ξεκίνησα το πρωί να πάω να πληρώσω έναν λογαριασμό και να παραλάβω ένα συστημένο γράμμα από το ταχυδρομείο. Περπατούσα με βαριά καρδιά και ώμους βαρείς και ασήκωτους, διότι γνώριζα πως τα χρήματα στην τράπεζα όχι μόνο δεν υπήρχε περίπτωση να έχουν αυξηθεί, αλλά αντίθετα θα συνέβαλα στην άμεση μείωσή τους, αφού έπρεπε να κάνω ανάληψη για να πληρωθεί ο λογαριασμός. Στη διαδρομή από το γραφείο μου προς το ταχυδρομείο βρίσκεται το Μαντράκι, η Νέα Αγορά της Ρόδου. Στην πλευρά που βλέπει προς τη θάλασσα βρίσκονται η μία δίπλα στην άλλη πάμπολλες τουριστικές καφετερίες. Από αυτές με τις ίδιες βιτρίνες που έχουν τα ίδια γλυκά, τις ίδιες τυρόπιτες, τα ίδια ογκώδη καθίσματα με τα εξίσου ογκώδη ασορτί τραπέζια, τα ίδια γκαρσόνια-κράχτες που δεν απευθύνονται ποτέ σε σένα διότι δεν έχεις look τουρίστα, τις ίδιες εξωφρενικές τιμές. Η Ρόδος του τουρισμού. Η ναυαρχίδα του ελληνικού τουρισμού, όπως άκουσα να την αποκαλούν πρόσφατα δημοσιογράφοι μεγάλων τηλεοπτικών καναλιών, και μία από τις βασικές πηγές εσόδων της ελληνικής οικονομίας.

Έτσι όπως περπατούσα μπροστά από όλα τα παραπάνω μαγαζιά, που σημειωτέον ήταν ουσιαστικά άδεια, βλέπω στα 10 μέτρα μπροστά μου μία πολύ οικεία εικόνα. Ένας σερβιτόρος γύρω στα 55 το πολύ προσπαθούσε να πείσει μία παρέα τουριστών που τον “έγραφαν” κανονικά να καθίσουνε στο μαγαζί που δούλευε για να πάρουν πρωινό. Οι τουρίστες τον αγνόησαν και συνέχισαν τη βόλτα τους. Ο σερβιτόρος κουρασμένος ψυχικά προφανώς από την άκαρπη προσπάθειά του (που μάλλον δεν θα ήταν η πρώτη από το πρωί), έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και είπε βαριαναστενάζοντας “Αχ, μανούλα μου, γιατί με γέννησες;”.

Η απόγνωση που έκρυβε μέσα της αυτή η ερώτηση με τάραξε. Σε άλλη περίπτωση αντίστοιχου ιθαγενή “κράχτη” -από τους πλείστους που έχουν δει τα ματάκια μου και ακούσει τα αυτάκια μου- είτε θα αδιαφορούσα είτε μπορεί να το κορόιδευα. Γιατί τώρα αντέδρασα έτσι;

Η Ρόδος του τουρισμού

Από το 2002 που είμαι στη Ρόδο, αυτό που λέω είναι πως στην πλειοψηφία τους οι Ροδίτες (και δη οι μαγαζάτορες) σε βλέπουν σαν πορτοφόλι. Τιμές υπερδιπλάσιες όπου κι αν πας. Για είδη ένδυσης, βιβλία, σούπερ μάρκετ, καφετερίες, ταβέρνες, βενζίνη, λεωφορεία, ακόμα και στη απλή λαϊκή. Τα προϊόντα από τα πιο ευτελή μέχρι τα πιο πολυτελή ήταν και είναι υπερτιμημένα. Κι αν γυρίσεις να πεις και τίποτε, σου λένε κι ένα “Εμείς έχουμε εδώ τα μεταφορικά” και η συζήτηση τελειώνει. Κι αν του/της αντιγυρίσεις “Μα, καλά, οι πατάτες είναι από τη Ρόδο, άρα δεν έχετε μεταφορικά” είτε -στην καλύτερη- θα σε αγριοκοιτάξουν είτε -στη χειρότερη- θα σε βρίσουν. Άκρη δεν βρίσκεις. Απλά πληρώνεις τις τιμές. Το ίδιο και οι τουρίστες.

Τα τελευταία χρόνια, ιδίως τον πρώτο καιρό μετά την εισαγωγή του ευρώ, οι τουρίστες που έρχονταν στο νησί, άρχισαν να συνειδητοποιούν τη μεγάλη διαφορά που είχαν οι τιμές της Ρόδου σε σχέση με άλλους τουριστικούς προορισμούς. Η σύγκριση πλέον ήταν επί ίσοις όροις, όχι με συνάλλαγμα. Η Ελλάδα και δη η Ρόδος έπαυσε να είναι ένας φθηνός (πέραν του ωραίου) τόπος διακοπών. Η Ρόδος ήταν και είναι πανάκριβη. Και δυστυχώς το μήνυμα των τουριστών δεν πέρασε στους καταστηματάρχες, διότι ουδεμία μείωση σημειώθηκε στις τιμές, αλλά ίσα ίσα μόνο αύξηση.

Και φθάνουμε σήμερα εν έτει 2010. Όλος ο πλανήτης πλήττεται από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο τουρισμός είναι πεσμένος γενικά. Η Ρόδος έχει καταντήσει η φτωχή συγγενής της Ρόδου των VIP επισκεπτών της δεκαετίας του ’50, του ’60, του ’70. Η Ρόδος από διαμάντι της Μεσογείου έγινε ένα νησί όπου μνημεία αξιοζήλευτα μας κοιτούν παραπονεμένα που τα αφήνουμε να ερειπώνονται μέρα με την ημέρα ολοένα και περισσότερο, ένα νησί όπου οι ψύλλοι και οι κοριοί ζουν και κυριεύουν στο υπό διάλυση ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και οι σκώροι κάνουν πάρτι σε κοστούμια θεατρικά που γνώρισαν δόξες μεγάλες στο παρελθόν, ένα νησί που στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου οι φύλακες πλένουν με το λάστιχο τα άπλυτα ποτήρια και τα φλυτζάνια τους (!), ένα νησί που του έχουν φάει τις παραλίες του οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες καταστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο ανεπανόρθωτα το απείρου κάλλους φυσικό τοπίο, ένα νησί που στην Παλιά Πόλη του οι ταμπέλες και οι βιτρίνες των περισσότερων καταστημάτων, καθώς και οι δρόμοι μπροστά από αυτά τίποτε δεν θυμίζουν από το πνεύμα του ελληνικού πολιτισμού που επιζητούν οι τουρίστες και λαχταρούμε ακόμα κάποιοι Έλληνες!

Castello

Για να καταλήξουμε στον απελπισμένο σερβιτόρο με τον μικρόκοσμό του. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να δουλεύει 12 ώρες ίσως και παραπάνω την ημέρα για όσο δουλεύει. Έχει μάθει τα τελευταία 20 χρόνια να βγαίνει προς άγρα πελατών. Ίσως αυτό να δούλευε παλιότερα. Τώρα δεν πιάνει τόσο πολύ. Ο πελάτης έχει δυσκολέψει. Θέλει να δει το παραδοσιακό, θέλει να δει λογικές τιμές ευρωπαϊκές κι όχι παράλογες ελληνικές, θέλει να δει τον ελληνικό πολιτισμό. Κι ο έρμος ο γκαρσόνης (συγγνώμη για το λεξιλόγιο) αυτά δεν τα έχει μάθει. Ξέρει την πεπατημένη. Κι επειδή αυτό έχει περάσει πλέον στο πετσί του, αδυνατεί να βγει από αυτή τη λογική. Και δυστυχώς, άμα δεν την αλλάξει, πελάτες δεν θα έχει.

Η διαδρομή προς το ταχυδρομείο αποτέλεσε μάθημα. Καταρχήν καλό είναι να σταματήσω να κρίνω όπως έκρινα -όχι μόνο- τους έρμους τους “κράχτες”-γκαρσόνια-, αλλά γενικότερα. Τη δουλειά τους κάνουν. Και είναι δύσκολη. Κατά δεύτερον την περίοδο αυτή δεν είμαι η μοναδική που πιέζεται οικονομικά. Όλοι πιέζονται. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Και το χειριζόμαστε ανάλογα. Τρίτον: ο καθείς ξεκινά από τον μικρόκοσμό του και καταλήγει στον ευρύτερο μεγα-κόσμο. Αλλάζουμε εμείς και στην αλυσίδα που ακολουθεί αλλάζουν όλα γύρω μας. Για να βελτιωθεί η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται να γίνουν βασικές αλλαγές, όχι μόνο επί οικονομικών θεμάτων αλλά και πολιτικών. Αλλαγή θα συντελεσθεί μόνο αν αλλάξει ο καθένας μας προσωπικά τη σχέση του με το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα. Αν βάλει ο καθένας προσωπικά τη σφραγίδα του στη διαμόρφωσή του. Ξεκινώντας από τον πιο χαμηλόμισθο σερβιτόρο που προσελκύει πελάτες μέχρι τον πιο υψηλόμισθο υπουργό που διαμορφώνει την εκάστοτε πολιτική γραμμή για το καλό όλων αυτών που τον ανέδειξαν στο αξίωμα που κατέχει.

Τον λυπήθηκα πραγματικά τον άνθρωπο. Όχι επειδή ζορίζεται όπως ζοριζόμαστε όλοι μας. Ούτε επειδή έχει αυτή τη λογική που έχει και την οποία δύσκολα θα την αλλάξει. Αλλά διότι μετά από τόσα χρόνια εργασίας, της όποιας και με όποιον τρόπο εργασίας, έφθασε στα χρόνια που έφθασε και δεν αισθάνεται μέσα του μία σπίθα ελπίδας. Ελπίδα για το ότι θα σταματήσει το ζόρι του κάποια στιγμή. Ελπίδα για το ότι αν αλλάξει τον τρόπο προσέγγισης των πελατών του και τις τιμές του, θα βελτιωθούν κάπως τα πράγματα. Αρκεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του. Και όλα τα “μάγια” θα λυθούν.

Θα περάσει κι αυτή η τουριστική σαιζόν. Θα έρθει ο χειμώνας. Το εθνικό μας χρέος θα μεγαλώσει. Τα σημερινά νέα οικονομικά μέτρα θα έχουν ήδη παλιώσει μπροστά στα νεότερα που θα επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και τότε, τον χειμώνα, δεν έχει πια τουρίστες. Τότε όσα μαγαζιά θα είναι ανοικτά θα δουλεύουν με τους Έλληνες των μειωμένων μισθών και συντάξεων. Και τότε θα νιώσουν και στη Ρόδο την οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας. Τότε θα αρχίσει να αναρωτιέται ο κόσμος πραγματικά τι γίνεται, τι πρέπει να αλλάξει. Και τότε οι τιμές θα πέσουν. Ίσως να μπορούμε να βγαίνουμε να πίνουμε κανά καφέ όχι με 4.5 ευρώ, αλλά με 1.5 ή με 2 ευρώ. Έως τότε, δεν βγαίνουμε να πιούμε όχι καφέ, ούτε νερό.

Πάντως, καλό θα ήταν να θυμόμαστε πως ακόμα και στην έρημο, που το νερό είναι από σπάνιο έως δυσεύρετο, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

Εικόνες: © Μιχάλης Παπανούσης.

Κι αν σας άρεσε το άρθρο, πατήστε κάποιο από τα κουμπάκια παρακάτω και μοιραστείτε το με τους φίλους σας. Sharing is caring!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *